επίβλεψη

επίβλεψη
η (AM ἐπίβλεψις)
προσεκτική και υπεύθυνη παρακολούθηση μιας εργασίας, εποπτεία
μσν.
το να έλθει κάποιος και να κοιτάζει κάποιον ευνοϊκά και με φροντίδα
αρχ.
1. το να βλέπει κάποιος κάποιον, να τόν παρακολουθεί προσεκτικά
2. έρευνα, εξέταση
3. (για άστρο) το να είναι ορατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίβλεψη — η επιτήρηση, επιστασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβλέψῃ — ἐπιβλέψηι , ἐπίβλεψις looking at fem dat sg (epic) ἐπιβλέπω look upon aor subj mid 2nd sg ἐπιβλέπω look upon aor subj act 3rd sg ἐπιβλέπω look upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… …   Dictionary of Greek

  • σιτοφύλακας — ο / σιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών αρχ. στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες (κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • τιμητής — Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”